λατραβιάζειν

λατραβιάζειν
λατραβιάζειν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐσπουδασμένως καὶ ἀσήμως λαλεῑν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λατραβιάζειν και λατραβίζω συνδέονται με το λατ. latrō, πιθ. με σημ. «γαβγίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λατράζειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «βαρβαρίζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. λατραβιάζειν*] …   Dictionary of Greek

  • λατραβίζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐλατράβιζον τὸ βωμολοχεύειν καὶ πανουργεῑν λατραβίζειν ἔλεγον». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λατραβιάζειν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”